αυδή — αὐδή, η (Α) 1. ομιλία, ανθρώπινη φωνή 2. (για το τόξο, τη σάλπιγγα, τον τζίτζικα) ήχος, τριγμός, κλαγγή 3. φήμη, διάδοση 4. άσμα, ωδή 5. φωνή του θεού, χρησμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αυδή (βασική σημασία «ανθρώπινη φωνή»), που μαρτυρείται ήδη από τον… … Dictionary of Greek
αὐδή — human voice fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή. — См. С тобой разговориться, что меду напиться … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αὐδῆι — αὐδῇ , αὐδάομαι utter sounds pres subj mp 2nd sg (doric) αὐδῇ , αὐδάομαι utter sounds pres ind mp 2nd sg (doric) αὐδῇ , αὐδάομαι utter sounds pres subj mp 2nd sg (epic ionic) αὐδῇ , αὐδάομαι utter sounds pres ind mp 2nd sg (epic ionic) αὐδῇ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐδαῖς — αὐδή human voice fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐδήν — αὐδή human voice fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδω — (Α ᾄδω, ιωνικός και ποιητικός τύπος ἀείδω) τραγουδώ, ψάλλω, υμνώ μσν. 1. λέω 2. (για τον άνεμο) ηχώ, σφυρίζω αρχ. 1. (για ζώα) βγάζω τον χαρακτηριστικό ήχο ή κραυγή 2. (για ήχους) ηχώ, κτυπώ 3. συναγωνίζομαι με κάποιον στο τραγούδι 4. τραγουδώ σε … Dictionary of Greek
υδέω — και επικ. τ. ὑδείω και δ. τ. ὕδω Α 1. καθιστώ κάποιον ονομαστό, υμνώ, εγκωμιάζω («αὐτίκα χαλκῆας μὲν ὑδείομεν Ἡφαίστοιο», Καλλ.) 2. (κατά τον Θεόγνωστ.) «ὕδειν τρέχειν, λέγειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὑδέω και οι παρλλ. ονοματικοί τ. ὕδη, ὕδης ανάγονται… … Dictionary of Greek
Αναξήνωρ — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κιθαρωδός από τη Μαγνησία της Μικράς Ασίας (1ος αι. π.Χ.). Ο Μάρκος Αντώνιος τον διόρισε εισπράκτορα των δημόσιων φόρων τεσσάρων πόλεων. O Α. ήταν εξαιρετικά αγαπητός στους συμπατριώτες του που τον τίμησαν σαν θεό. 2 … Dictionary of Greek
αὐδά — αὐδά̱ , αὐδή human voice fem nom/voc/acc dual αὐδά̱ , αὐδή human voice fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)